- σοσιαλδημοκρατία
- ηπολιτική ιδεολογία που επιδιώκει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας με βαθμιαίες μεταρρυθμίσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοσιαλδημοκρατία — Όρος που προέρχεται από τη σύνδεση των εννοιών του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας και χρησιμοποιήθηκε στη νεότερη πολιτική ορολογία για το χαρακτηρισμό κινημάτων που δέχονται τις οικονομικοκοινωνικές μεταβολές, αλλά γενικά με μετριοπαθή και… … Dictionary of Greek
κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
σοσιαλδημοκρατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοσιαλδημοκράτη ή στην σοσιαλδημοκρατία 2. φρ. «σοσιαλδημοκρατικό κόμμα» πολιτικό κόμμα τού οποίου η ιδεολογία και το πρόγραμμα προσδιορίζονται από την ιδεολογία και τις αρχές τής σοσιαλδημοκρατίας.… … Dictionary of Greek
Κατράιν, Βίκτορ — (Victor Cathrein, 1845 – 1931). Ελβετός φιλόσοφος. Ανήκε στο τάγμα των ιησουιτών και δίδαξε ηθική και φιλοσοφία στο Φάλκενμπουργκ της Ολλανδίας. Ο Κ. ήταν αντίπαλος κάθε ηθικού συστήματος το οποίο δεν στηριζόταν στα χριστιανικά δόγματα, γεγονός… … Dictionary of Greek
Κόεν, Χέρμαν — (Herman Cohen, Κόσβιχ 1842 – Βερολίνο 1918). Γερμανός φιλόσοφος. Θεωρείται ο θεμελιωτής της σχολής του Μαρβούργου, όπου και διετέλεσε καθηγητής (1876 1912) καθώς επίσης και ένας από τους κυριότερους εκφραστές του νεοκαντιανισμού. Ο Κ. απέρριψε… … Dictionary of Greek
Μπερνστάιν, Έντβαρντ — (Edward Bernstein, 1850 – 1932). Γερμανός πολιτικός. Ήταν οπαδός του Ε. Ντίρινγκ και υπέρμαχος του ιδεολογικού συμβιβασμού, μαζί με τον Λασάλ και τους οπαδούς του. Προσχώρησε στη σοσιαλδημοκρατία το 1872. Ύστερα από έντονη κριτική των θέσεών του… … Dictionary of Greek
Τάλμαν, Έρνεστ — (Thalmann, 1886 – 1944). Γερμανός πολιτικός. Αναμείχθηκε από νωρίς στο επαναστατικό κίνημα της εποχής του και το 1903 προσχώρησε στη Σοσιαλδημοκρατία. Το 1924 εξελέγη βουλευτής του Κομουνιστικού Κόμματος Γερμανίας στο Ράιχσταγκ. Υποψήφιος του… … Dictionary of Greek
Χέχμπεργκ, Καρλ — (Hφchberg, 1853 – 1884). Γερμανός σοσιαλιστής συγγραφέας μεταρρυθμιστικών τάσεων. Σπούδασε φιλοσοφία στη Χαϊδελβέργη και στη Ζυρίχη και το 1875 προσχώρησε στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, αλλά δεν παραδέχτηκε ποτέ ανεπιφύλακτα τον διαλεκτικό… … Dictionary of Greek
σοσιαλδημοκρατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σοσιαλδημοκρατία: Σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης κυβερνούν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)